Dictionary of Greek. 2013.
ναμέρτεια — νᾱμέρτεια , νημέρτεια truth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νημέρτεια — και δωρ. τ. ναμέρτεια, ἡ (Α) [νημερτής] αλήθεια, βεβαιότητα, επαλήθευση … Dictionary of Greek